Το «Rethinking Education: Investing in skills for better socio-economic outcomes» είναι μια μελέτη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των εκπαιδευτικών συστημάτων και των αποτελεσμάτων τους ανά χώρα, για τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Συγκεκριμένα εξετάζει τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει κάθε χώρα σχετικά με την ανάπτυξη δεξιοτήτων και υπογραμμίζει τα πιο σημαντικά μέτρα που έχουν υιοθετηθεί για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις. Έχουν, επομένως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα πορίσματά του όσον αφορά την Ελλάδα.
Σε σχέση με τους στόχους για την εκπαίδευση που έχουν τεθεί από τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» (μείωση του ποσοστού εγκατάλειψης του σχολείου κάτω από 10%, ολοκλήρωση τριτοβάθμιων σπουδών τουλάχιστον για το 40% της ηλικιακής κατηγορίας 30-34 ετών), η μελέτη δείχνει πως η χώρα μας βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς το ποσοστό εγκατάλειψης του σχολείου (από 15,5% το 2006 έχει πέσει στο 13,1 το 2011). Ωστόσο, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, υπάρχει ανισοκατανομή του ποσοστού αυτή στην ελληνική επικράτεια – εξαρτάται από τη γεωγραφική περιοχή, τον τύπο του σχολείου και τις κοινωνικές ομάδες. Ως προς το δεύτερο στόχο της «Ευρώπης 2020», η έρευνα έχει δείξει πως η Ελλάδα κινείται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (28,9% έναντι μ.ό. 34,6%) και η αύξηση γίνεται με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς. Σχετικά με άλλους στόχους του «Education & Training 2020» (ET 2020), η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς την εκπαίδευση στις μικρές ηλικίες.
Η διδασκαλία των βασικών δεξιοτήτων (ανάγνωση, μαθηματικά, επιστήμες) κινείται σε χαμηλά επίπεδα, αν και είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά υπάρχει χάσμα ανάμεσα σε μετανάστες και Έλληνες.
Στο ιδιαίτερα σημαντικό πεδίο της διά βίου μάθησης η Ελλάδα όχι μόνο βρίσκεται αρκετά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά κατέχει και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της Ευρώπης (2,4% έναντι 8,9%). Από την άλλη, ως προς τις ICT δεξιότητες βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ ως προς την επιχειρηματικότητα, η χώρα μας βρίσκεται μεταξύ των υψηλότερων ποσοστών της ΕΕ, αφού σε ποσοστό 50% πιστεύουμε ότι έχουμε τις απαιτούμενες δεξιότητες και γνώσεις για να ξεκινήσουμε μια επιχείρηση. Επίσης, αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο βρίσκεται η Ελλάδα στην έναρξη εκμάθησης ξένων γλωσσών από το δημοτικό (50%).
Σε σχέση με την αγορά εργασίας, η κρίση έχει διαμορφώσει ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα για τους αποφοίτους, αφού βρίσκουν εργασία σε ποσοστό 50,2% (έναντι 66,6% το 2009), ενώ ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται στο 77,2%.
Τέλος, κι αυτό θα πρέπει να σημειωθεί, το εργασιακό μοτίβο μέχρι το 2020 προβλέπεται να είναι διαφορετικό σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη, καθώς θα υπάρξει μείωση για εργασίες χαμηλών προσόντων και σημαντική αύξηση σε εργασίες μετρίων και υψηλών προσόντων.
Μιχάλης Κατσιμίτσης, PhD