Μια λίστα ταξινόμησης πανεπιστημίων είναι σαν καθρέφτης· αντανακλά την πραγματικότητα προς την οποία είναι στραμμένη. Η οπτική της αυτή δηλώνεται από τα κριτήρια που χρησιμοποιεί.
Τα κριτήρια διαφέρουν ριζικά από λίστα σε λίστα. Έτσι, άλλα χρησιμοποιεί το ARWU (απόφοιτοι ή/και διδακτικό προσωπικό με Νομπέλ ή Field Medal, άρθρα στο Science Citation Index-Expanded και στο Social Science Citation Index κτλ.), άλλα η λίστα του QS, όπως ακαδημαϊκή φήμη, αναλογία προσωπικού/φοιτητών, διεθνές προσωπικό κτλ., κι άλλα η λίστα του Times, World University Rankings 2011-12 (διδασκαλία, έρευνα, αναφορές, διεθνής εικόνα κτλ.). Υπάρχουν και λίστες που εστιάζουν στο διαδίκτυο, όπως εκείνη του 4icu.org, που αντλεί στοιχεία από τρεις μηχανές αναζήτησης (Google Page Rank, Alexa Traffic Rank και Majestic Seo Referring Domains), και η λίστα του Webometrics Ranking of World Universities που διερευνά τη συνολική παρουσία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στο διαδίκτυο.
Η ποικιλία των κριτηρίων οδηγεί, εν πρώτοις, στην αδυναμία σύγκρισης των λιστών. Επιπλέον, τα ίδια τα κριτήρια έχουν τους δικούς τους περιορισμούς (π.χ. η χρήση του διαδικτύου δεν λαμβάνει υπόψη το έργο που γίνεται μέσα στο πανεπιστήμιο). Από την άλλη, υπάρχει και το ζήτημα της απροθυμίας ενός τμήματος ή μιας σχολής να δώσει στοιχεία σε κάποιον οργανισμό που συντάσσει λίστα ταξινόμησης. Σχετικό παράδειγμα έχει υπάρξει στη χώρα μας στο παρελθόν (σύμφωνα με αποκάλυψη καθηγητού του ΑΠΘ στην εφημερίδα «Το ΒΗΜΑ», 2010). Αυτό δηλώνει έναν αντικειμενικό παράγοντα μείωσης της εγκυρότητας των αποτελεσμάτων. Γιατί, τίποτα δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει πως όλα τα ιδρύματα του εξωτερικού δίνουν στοιχεία, ενώ ορισμένα από τα δικά μας είναι τα μόνα που δεν παρέχουν, για τον οποιονδήποτε λόγο.
Ένα βασικό ζήτημα που συχνά παραβλέπεται είναι η αξιολόγηση της ίδιας της θέσης όπου κατατάσσεται ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα. Σ’ αυτό εστιάζει η μελέτη «Τα ελληνικά Πανεπιστήμια, ΤΕΙ και άλλες εκπαιδευτικές δομές στις διεθνείς λίστες ταξινόμησης (ranking)» του πανεπιστημίου Πατρών. Το συμπέρασμα όπου καταλήγει είναι ότι «τα ελληνικά ιδρύματα, και μάλιστα τα δημόσια ιδρύματα, δεν υπολείπονται εκείνων των ευρωπαϊκών χωρών με παρεμφερές προς το ελληνικό ΑΕΠ. Ακόμα καλύτερα, τα δημόσια ιδρύματα βρίσκονται σε πολύ ικανοποιητική θέση». Μάλιστα, συνεχίζει, «θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κάποιος ότι τα ελληνικά δημόσια ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης καταφέρνουν τη συγκεκριμένη κατάταξη ξεκινώντας οικονομικά από δυσχερή έως πολύ δυσχερή θέση».
Το πρόβλημα που στην ουσία τίθεται από τη μελέτη αυτή είναι η αδυναμία πλήρους κατανόησης και ερμηνείας των στοιχείων μιας λίστας από τον υποψήφιο φοιτητή που θέλει να μάθει την αξία ενός πανεπιστημίου βάσει μιας ταξινόμησης. Δεν έχει τα κατάλληλα εργαλεία για να κάνει τις όποιες βαθύτερες αναλύσεις.
Ένα παιχνίδι εντυπώσεων αναμφισβήτητα παίζεται με τις λίστες ταξινόμησης. Η υψηλή ή χαμηλή θέση ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος δημιουργεί αναπόδραστα τις αντίστοιχες εντυπώσεις. Από την άλλη, υπάρχει και ζήτημα ουσίας, γιατί τα κριτήρια, παρά τον περιοριστικό τους χαρακτήρα, εκφράζουν αντικειμενικά στοιχεία, έστω κι αν η σημασία τους δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή στην ολότητά της.
Οι λίστες ταξινόμησης θα συνεχίσουν να υπάρχουν και θα βελτιώνονται, όσο ατελείς και να παραμένουν. Το ζήτημα δεν είναι να σταματήσει κανείς να τις συμβουλεύεται. Θα πρέπει όμως να κάνει αυτό ακριβώς: απλώς και μόνο να τις συμβουλεύεται.
Μιχάλης Κατσιμίτσης