Η αυξημένη μεταβλητότητα στο πολιτικό και ρυθμιστικό περιβάλλον, η περιπλοκότητα των επιχειρηματικών κινδύνων και η γενικότερη αστάθεια της αγοράς έχουν αναμφίβολα καταστήσει τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων πολύ σημαντικό. Το περιβάλλον χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλής κερδοφορίας και προβληματικών επιχειρήσεων, που έχει δημιουργηθεί λόγω της οικονομικής κρίσης, αυξάνει τη σημασία της ποιότητας των οικονομικών καταστάσεων, η οποία μπορεί να διασφαλιστεί από την ελεγκτική διαδικασία.
Ανεξαρτήτως της φάσης του οικονομικού κύκλου, στον οποίο βρίσκεται η οικονομία (ύφεση ή ανάπτυξη), η έκθεση του ελέγχου και τα αντίστοιχα συμπεράσματα θα πρέπει να προκύπτουν μέσα από μια τεκμηριωμένη διαδικασία. Ο έλεγχος θα πρέπει να βασίζεται στα σχετικά ελεγκτικά πρότυπα και να στοχεύει στην αξιοπιστία, στην αξιολόγηση της επάρκειας των τεκμηρίων που έχει στη διάθεσή του και προπαντός στην ποιότητα. Η ποιότητα στον έλεγχο τυγχάνει ιδιαίτερης προσοχής, καθώς συνιστά ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα για το Διεθνές Συμβούλιο για τα Ελεγκτικά Πρότυπα (IAASB).
Το Πλαίσιο Αρχών για την Ποιότητα στον Έλεγχο, που εξέδωσε, υπογραμμίζει τη σημασία της εκπαίδευσης, προκειμένου να ενισχυθεί η ποιότητα στα αποτελέσματα του ελέγχου. Για το λόγο αυτό, προτρέπει τις εταιρείες να επενδύουν κεφάλαια ώστε να εκπαιδεύουν σωστά το εργατικό τους δυναμικό. Συγκεκριμένα, το κείμενο που έχει εκδοθεί προτείνει ένα εύρος θεμάτων αναφορικά με το ζήτημα της εκπαίδευσης.
Το πρώτο ζήτημα αφορά στην πρακτική εκμάθηση. Κάθε τι που διδάσκεται σε θεωρητικό επίπεδο μπορεί να γίνει σημαντικά πιο κατανοητό, όταν υπάρχει και η δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής του. Έτσι, όταν διδάσκεται μια ελεγκτική μεθοδολογία και ταυτόχρονα είναι δυνατή η πρακτική εφαρμογή της, καθώς και ο τρόπος καταγραφής των αποτελεσμάτων του ελέγχου, ενισχύεται η αφομοίωσή τους από τον εκπαιδευόμενο. Σε πολλές περιπτώσεις, παρόλα αυτά, είτε λόγω πίεσης χρόνου είτε λόγω έλλειψης προθυμίας από τους ανωτέρους, αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μείωση της ποιότητας του ελέγχου.
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με την εκπαίδευση ανεξαρτήτως βαθμίδας. Κάθε στέλεχος της ελεγκτικής ομάδας, είτε είναι έμπειρος ορκωτός ελεγκτής είτε νέος ασκούμενος, θα πρέπει να λαμβάνει κάποιες ελάχιστες ώρες εκπαίδευσης σε θέματα όπως εφαρμογή της ελεγκτικής μεθοδολογίας ή εκμάθηση καινούργιων λογιστικών και φορολογικών θεμάτων, με σκοπό την τεχνική επάρκειά του.
Το τρίτο ζήτημα, που θέτει, είναι ότι η εκπαίδευση θα πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του κάθε εργαζομένου. Προφανώς και ένας νεοεισερχόμενος έχει πολλά περισσότερα πράγματα να μάθει από ένα πιο έμπειρο στέλεχος. Για το λόγο αυτό η εκπαίδευσή του θα πρέπει να είναι πολυδιάστατη και να περιλαμβάνει από τεχνικά ζητήματα μέχρι τρόπους οργάνωσης ενός έργου και συνεργασίας με τους υφισταμένους του. Κάθε υπάλληλος, επομένως, θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τις ανάγκες του, προκειμένου να λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση.
Το τέταρτο ζήτημα, τέλος, είναι ότι, δεδομένου πως η εκπαίδευση απαιτεί χρόνο και χρήμα, ο σωστός προγραμματισμός είναι τελικά τους που θα καθορίσει το αποτέλεσμα τους τους προσπάθειας. Με σωστό προγραμματισμό η εταιρεία θα καταφέρει να αξιολογήσει τους ανάγκες του κάθε υπαλλήλου τους, να εντοπίσει τα καλύτερα μέσα για την εκπαίδευσή τους και να επιτύχει τελικά το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα.
Δανιηλοπούλου Νικολέτα, MSc
Οικονομολόγος