Το ζήτημα της ελευθερίας είναι από τα πλέον σημαντικά στη ζωή του καθενός μας. Κι αυτό επειδή καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τόσο τον εαυτό μας, όσο και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Θα έλεγα μάλιστα ότι ένας καλός δείκτης για να εξετάσει κανείς τα όρια και τις δυνατότητες που δέχεται ότι έχει ως πρόσωπο είναι να σκεφτεί για λίγο πόσο ελεύθερος θεωρεί ότι είναι.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι αποδοχή ή άρνηση της ελευθερίας σημαίνει αποδοχή ή άρνηση της δυνατότητάς μου να αλλάξω αυτό που είμαι ή κάποια στοιχεία του εαυτού μου, τα οποία θεωρώ ότι προκαλούν δυσκολίες στη ζωή μου. Αν, για παράδειγμα, θεωρήσω ότι δεν είμαι ελεύθερος, ότι δηλαδή με καθορίζουν κοινωνικοί και βιολογικοί κανόνες, τότε θεωρώ ότι δεν έχω τη δυνατότητα να αλλάξω. Αυτό σημαίνει ότι αυτομάτως δίνω στον εαυτό μου άλλοθι για ό,τι κι αν κάνω ή, με άλλα λόγια, ότι αποποιούμαι των όποιων ευθυνών μου. Τη ίδια όμως στιγμή διώχνω από πάνω μου και τις όποιες ευθύνες έχω απέναντι στον εαυτό μου. Αν λοιπόν έχω μια άσχημη συμπεριφορά και δεν τη διορθώνω, υποστηρίζοντας ότι «έτσι γεννήθηκα», «αυτός είμαι και δεν αλλάζω» κτλ., τότε αρνούμαι ότι έχω ευθύνη εγώ για τη συμπεριφορά αυτή, μιας και δεν είναι δική μου επιλογή.
Η ελευθερία λοιπόν έχει να κάνει με την επιλογή. Αν δεν είμαι ελεύθερος, δεν έχω επιλογές. Αν είμαι, έχω επιλογές. Το ζήτημα είναι αν και πότε έχουμε επιλογές. Για να απαντηθεί αυτό το ζήτημα θα πρέπει πρώτα να δούμε τι εννοούμε όταν μιλάμε για ελευθερία.
Υπάρχει μια στρεβλή εικόνα της ελευθερίας. Αυτή παρουσιάζει την ελευθερία ως τη δυνατότητα να κάνουμε ό,τι θέλουμε, όπως θέλουμε, όταν θέλουμε και, φυσικά, να μην υπάρχουν αρνητικές συνέπειες, διότι μια αρνητική συνέπεια θα αποτελέσει παράγοντα ανασταλτικό της επιλογής μας, οπότε εξαλείφει την ελευθερία μας. Αυτή όμως η ελευθερία, θα λέγαμε, ταιριάζει στο Θεό. Μόνος Εκείνος δεν περιορίζεται από τίποτα και μπορεί να κάνει τα πάντα.
Ως άνθρωποι έχουμε από βιολογικής άποψης τους «περιορισμούς» μας. Με άλλα λόγια έχουμε όρια. Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε. Η ύπαρξη ορίων δεν σημαίνει απαραίτητα περιορισμό. Αντιθέτως, δηλώνει τις δυνατότητες που έχουμε. Σε έναν αγώνα μπάσκετ, για παράδειγμα, η ύπαρξη κανόνων και γραμμών που διαγράφουν το γήπεδο δεν αφαιρούν την ελευθερία των παικτών, αλλά καθορίζουν τον «χώρο» μέσα στον οποίο θα κινηθούν ελεύθερα, δηλαδή θα κάνουν τις επιλογές τους. Βέβαια πάντα ένας παίκτης έχει τη δυνατότητα να παραβεί τους κανόνες (αυτό εξάλλου θα δήλωνε ότι κινείται ελεύθερα), αλλά φυσικά θα υποστεί και τις συνέπειες.
Αν, επομένως, εξετάσουμε το ζήτημα της ελευθερίας μόνο από την άποψη του αν έχουμε μια «θεϊκή», απόλυτη ελευθερία, τότε φυσικά είμαστε εντελώς ανελεύθεροι. Πώς όμως μπορούμε να διαπιστώσουμε αν πράγματι είμαστε ή όχι ελεύθεροι; Εξετάζοντας αν έχουμε ή όχι επιλογές. Η παγίδα, στην περίπτωση αυτή, βρίσκεται στο ότι συνήθως, όταν μιλάμε για επιλογές εννοούμε θετικές επιλογές. Αν κάποιος εμφανιστεί με ένα όπλο για να με κλέψει και απειλήσει ότι θα με σκοτώσει, έχω επιλογές; Η απάντηση είναι ότι έχω: είτε να του δώσω ό,τι θέλει, είτε να προσπαθήσω να αμυνθώ, είτε να προσπαθήσω να το βάλω στα πόδια. Απλώς η λιγότερο επώδυνη (πάντα στο πλαίσιο των πιθανών εκβάσεων) είναι η πρώτη. Κι επειδή είναι τέτοια η απειλή θεωρούμε ότι δεν έχουμε επιλογές. Από την άλλη, η γνωστή περίπτωση με τις Σουλιώτισσες, που προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό από το να παραδοθούν στους Τούρκους, είναι ακριβώς η ακύρωση του ότι δεν υπάρχουν επιλογές.
Το θέμα των επιλογών δεν είναι, βέβαια, τόσο απλό. Διότι, ως πεπερασμένα όντα που είμαστε, συμβαίνει κάποιες φορές να μην μπορούμε να επιλέξουμε. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι το να έχει γεννηθεί κάποιος με μια αναπηρία. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχουν επιλογές και αυτές αφορούν τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσω κάτι που δεν επέλεξα εγώ. Με άλλα λόγια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πάντα επιλέγουμε, είτε αρχικά είτε σε δεύτερη είτε σε τρίτη φάση.
Τι σημαίνει όμως «επιλογή»; Επιλογή, ουσιαστικά, σημαίνει ότι εγώ αποφασίζω να δράσω με έναν συγκεκριμένο τρόπο για ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Η απόφαση αυτή είναι δέσμευση. Από τη στιγμή που επιλέγω να κάνω το Α και όχι το Β, τότε δεσμεύομαι (πρωτίστως, απέναντι στον εαυτό μου) να κάνω το Α.
Όταν, λοιπόν, μιλάμε για ελευθερία, πάντα μιλάμε για επιλογές. Χωρίς επιλογές δεν υπάρχει ελευθερία, αλλά ζούμε μια ζωή όπου, ενώ δεν έχουμε την ελευθερία του Θεού, έχουμε μια πληθώρα επιλογών – έστω κι αν συχνά, για διάφορους λόγους, αρνούμαστε στον εαυτό μας κάποιες από τις επιλογές αυτές. Από τη στιγμή, όμως, που επιλέγουμε, δηλαδή ενεργούμε ελεύθερα, τότε δεσμεύουμε τον εαυτό μας ως προς τη συγκεκριμένη επιλογή. Ακόμα κι αν αλλάξω γνώμη και πω ότι αντί για το Α θα κάνω το Β, το μόνο που μεταβάλλεται είναι το αντικείμενο της επιλογής – με άλλα λόγια, δεσμεύομαι ότι θα κάνω το Β.
Δεν θα πρέπει να αυταπατώμεθα ως προς την ελευθερία μας. Διότι τότε δυσκολεύουμε τον εαυτό μας να βελτιωθεί. Μπορεί καθένας μας, οποιαδήποτε στιγμή, να δηλώσει ότι δεν είναι ελεύθερος και ότι η ζωή του καθορίζεται από χίλιους δυο παράγοντες. Θα πρέπει να γνωρίζει όμως ότι και αυτή η θεώρηση της απόλυτης απουσίας ελευθερίας είναι μια επιλογή, δηλαδή είναι έκφραση της ελευθερίας. Και ως τέτοια είναι μια δέσμευση. Χρειάζεται, επομένως, να φροντίζουμε όχι για το πώς θα απαλλαγούμε από τις επιλογές και, συνακόλουθα, τις ευθύνες μας, αλλά για το πώς να δεσμευόμαστε σε όσα θα βελτιώσουν τη ζωή μας.
Μιχάλης Κατσιμίτσης, PhD